- μισεμός
- οη αναχώρηση από τον τόπο μου, η αποδημία: Πέθανε από τον καημό του μισεμού.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μισεμός — και μισευμός, ο (Μ μισεμός και μισσεμός και μισευμός) [μισεύω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μισεύω, η αναχώρηση κάποιου από την πατρική εστία και η διαμονή του σε ξένο τόπο, η ξενιτιά, η αποδημία, ο εκπατρισμός («τού μισεμού σου κατόπι… … Dictionary of Greek
μίσεμα — το (Μ μίσεμα και μίσσεμα και μίσεμαν και μίσευμα και μίσευμαν) [μισεύω] μισεμός … Dictionary of Greek
μισευμός — ο (Μ μισευμός) βλ. μισεμός … Dictionary of Greek
εκπατρισμός — ο 1. εκτόπιση, εκτοπισμός, απέλαση. 2. ξενιτεμός, ξενίτεμα, μισεμός: Ο εκπατρισμός των Ελλήνων στη Γερμανία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)